- Κριτιάζω
- Κρῐτῐάζω,A imitate the style of Critias, Philostr.VS1.16.2; Κριτιάζουσα ἠχώ ib.2.1.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριτιάζω — (Α) μιμούμαι το γλωσσικό ύφος τού Κριτία («κριτιάζουσα ἠχώ», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κριτίας, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. δικ άζω)] … Dictionary of Greek
Κριτιάζειν — Κριτιάζω imitate the style of Critias pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριτιάζουσα — Κριτιάζω imitate the style of Critias pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)